top of page

Από την πλατεία της εκκλησίας στο αμερικάνικο ντάινερ: το παράδειγμα του Δρόμου

PUBLIC SPACE

Δόβα Ήβη, Πρώιμου Αγάπη Β., Δρ. Πρώιμος  Κωνσταντίνος Β.

Η εισήγηση μελετά την τοπολογική ανάπτυξη και τη σημειωτική συγκρότηση του δρόμου ως κατ’ εξοχήν δημόσιου χώρου στα παραλιακά θέρετρα της περιφέρειας των ελληνικών πόλεων. Συζητά το παράδειγμα της μετάβασης του Πλατανιά Χανίων, από μικρή αγροτική κοινότητα σε τουριστικό προορισμό, σε μια απόπειρα ανίχνευσης των μηχανισμών εξέλιξης των δημόσιων χώρων παρόμοιων οικισμών στην Ελλάδα.

Transparency & Architecture

Changing Cities

Ο παραλιακός δρόμος αναγνωρίζεται ως συνέχεια της δημοσιάς, ενός εργαλείου άσκησης χωρικού και κοινωνικού ελέγχου, φέροντας ανθρώπους, κτίρια, σχέσεις και αναπαραστάσεις κατά μήκος του τοπίου. Ως ανοιχτό σύστημα, προσφέρει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης διαφορετικών ταυτοτήτων, σε μια διαδικασία συνεχούς γίγνεσθαι. Ως μη-τόπος, αναδεικνύει το πέρασμα από έναν ιδεολογικό υπαρξισμό σε έναν παιγνιώδη ρεαλισμό, συσχετισμένο με την κινητικότητα, την κατανάλωση και την αναψυχή. Ο δρόμος μετατρέπεται σ’ ένα δίκτυο αναψυχής, συντιθέμενο από σημειακά καθημερινά σενάρια που "αρχιτεκτονούνται" και την ίδια στιγμή ξεχνιούνται, αγνοούνται ή και γίνονται αντικείμενο ειρωνείας της αρχιτεκτονικής κουλτούρας. Η εισήγηση προτείνει την επανεξέταση των χωρικών ποιοτήτων του δρόμου, αναζητώντας το αρχιτεκτονικό του δυναμικό μέσα στην απείθαρχη αστική περιφέρεια· απομακρυνόμενη από αισθητικά κριτήρια, αναδεικνύει τις στρατηγικές ενός πεδίου δυνάμεων που μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός ενορχήστρωσης, και όχι εξάλειψης, της ετερογένειας.

Εισαγωγή

Η μελέτη της εξέλιξης της πόλης στην Ελλάδα έχει αφήσει στο περιθώριο τον δημόσιο χώρο στην αστική περιφέρεια, εκεί που ο αστικός και ο αγροτικός χώρος διαχέονται ο ένας προς τον άλλο, μπολιάζοντας ο ένας τα χαρακτηριστικά του μέσα στον ιστό του άλλου, παράγοντας, στη συγχώνευσή τους, έναν ενδιάμεσο χώρο. Η πρόκληση της αναζήτησης του δημόσιου χώρου στα πλαίσια της αστικής διάχυσης εμπεριέχει την ανίχνευση ποιοτήτων όπως η προσβασιμότητα, η ανταλλαγή, η συνάντηση και η ταυτότητα μέσα σε μια χωρική πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την αποσπασματικότητα, την ιδιωτικοποίηση και τη διαρκή μεταβολή. Και η πρόκληση αυτή γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν εντοπίζεται σε μια τουριστική περιοχή, αναφερόμενη σε θέματα αυθεντικότητας, βιωσιμότητας και κατανάλωσης.

 

Ο Πλατανιάς, 11 χλμ. δυτικά της πόλης των Χανίων, ξεκίνησε ως μια μικρή αγροτική κοινότητα σε ένα λόφο κοντά στη θάλασσα, και τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε ένα ακμαίο τουριστικό θέρετρο κατά μήκος του παραλιακού δρόμου που τον συνδέει με τα Χανιά και με τους ενδιάμεσους οικισμούς, συνυφαίνοντας ένα ενοποιημένο τοπίο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, χώρων εστίασης και καταστημάτων κατανάλωσης. Κατά την τουριστική περίοδο, που διαρκεί 7 μήνες, είναι μία ζώνη (strip) που σφύζει από ζωή, ανθρώπους και κίνηση. Κατά τη χειμερινή περίοδο ο δρόμος ερημώνει και καταλαμβάνεται από τα στοιχεία της φύσης μετατρέπεται σε έναν δημόσιο χώρο εν υπνώσει.

 

Η τοπολογική ανάλυση των δύο κύριων φάσεων του χωριού μας επιτρέπει κατ' αρχήν μια χαρτογράφηση των μηχανισμών ανάπτυξης ενός παραλιακού οικισμού σε συνάρτηση με έναν παραδοσιακό πυρήνα και εν συνεχεία μια διερεύνηση της λειτουργίας του δρόμου ως ένας επιμήκους, γραμμικού, άτυπου δημόσιου χώρου με πολλαπλές ποιότητες, που γεννιέται μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία, τον αποσπασματικό σχεδιασμό και τις καταναλωτικές τάσεις. Ο παραλιακός δρόμος αναγνωρίζεται ως συνέχεια της δημοσιάς, ενός μηχανισμού άσκησης χωρικού και κοινωνικού ελέγχου, φέροντας ανθρώπους, κτίρια, σχέσεις και αναπαραστάσεις κατά μήκος του τοπίου. Ως ανοιχτό σύστημα, προσφέρει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης διαφορετικών ταυτοτήτων, σε μια διαδικασία συνεχούς γίγνεσθαι. Ως μη-τόπος, αναδεικνύει το πέρασμα από έναν ιδεολογικό υπαρξισμό σε έναν παιγνιώδη ρεαλισμό, συσχετισμένο με την κινητικότητα, την κατανάλωση και την αναψυχή. Ο δρόμος μετατρέπεται σ’ ένα δίκτυο αναψυχής, συντιθέμενο από σημειακά καθημερινά σενάρια που "αρχιτεκτονούνται" και την ίδια στιγμή ξεχνιούνται, αγνοούνται ή και γίνονται αντικείμενο ειρωνείας της αρχιτεκτονικής κουλτούρας.

1.Τοπολογική προσέγγιση[i]

 

Η διάκριση των δύο κύριων οικιστικών φάσεων του Πλατανιά είναι εύκολη: ο αρχικός πυρήνας, γνωστός σήμερα ως Άνω Πλατανιάς, δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου με θέα τη θάλασσα, ενώ η πρόσφατη επέκτασή του, ο Κάτω Πλατανιάς, απλώνεται κατά μήκος της ακτογραμμής στους πρόποδες του λόφου. Παρόμοια συγκρότηση παρουσιάζουν και οι γειτονικοί οικισμοί ανάμεσα στον Πλατανιά και την πόλη των Χανίων (Αγία Μαρίνα, Σταλός, Γαλατάς): ένα παλαιότερο χωριό σε απόσταση από την θάλασσα και η σύγχρονη επέκτασή του παράλληλα με το θαλάσσιο μέτωπο κατά μήκος της παλιάς εθνικής οδού Χανίων - Κισσάμου. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο οικιστικά τμήματα (παλαιό και νέο) χαρακτηρίζονται από τα διαφορετικά συστήματα χωρικής ανάπτυξης. Οι αρχικοί οικισμοί οργανώνονται με βάση μια κεντρική διάταξη, ενώ η παραθαλάσσια εξάπλωσή τους έχει έναν σαφώς γραμμικό χαρακτήρα. Η κεντρική διάταξη έχει μια κεντρική περιοχή, πυκνοδομημένη και πυκνοκατοικημένη, και ακτινικές συνδέσεις με σημεία της περιφέρειας των οποίων η πυκνότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της απόστασής τους από το κέντρο. Χάρη σ’ αυτήν την διάταξη, οι παλαιοί οικισμοί είναι καθαρά ορισμένοι και διακρίνονται μεταξύ τους. Αντίθετα, η γραμμική οργάνωση αποτελείται από μια ευδιάκριτη ραχοκοκαλιά (η Παλαιά Εθνική Οδός Χανίων-Κισσάμου) και μικρότερους, σχεδόν αδιόρατους, κάθετους άξονες που τη συνδέουν με την ενδοχώρα και την ακτή. Η πυκνότητά της ακολουθεί το μοτίβο των κεντρικών διατάξεων, αλλά με πολύ μικρότερες διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα να είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των παραθαλάσσιων οικισμών.

 

Εστιάζοντας την ανάλυση στην περίπτωση του Πλατανιά, αποκαλύπτονται περισσότερες διαφορές και απρόσμενες ομοιότητες ανάμεσα στο παλιό και το νέο τμήμα του οικισμού.

Η χωρική δομή του Άνω Πλατανιά βασίζεται στην επανάληψη μιας διττής μονάδας πλήρους-κενού, που αποτελείται από τα στοιχεία σπίτι-αυλή. Οι ομοιογενείς αυτές μονάδες διατάσσονται χαλαρά κατά μήκος των στενών οδών, σχηματίζοντας συνεχή κτισμένα μέτωπα που διακόπτονται από τυχαίες εσοχές και διαπλατύνσεις. Οι μεσοτοιχίες και οι φράχτες λειτουργούν ως αρμοί, συνδέοντας τις διακριτές μονάδες μεταξύ τους με σφιχτούς δεσμούς.  Ο κύριος δρόμος του χωριού, ο "κεντρικός", ορίζει και ορίζεται από τα όρια των σπιτιών-αυλών, από τα σύνορα των ιδιωτικών περιοχών.

Στο παραθαλάσσιο τμήμα του οικισμού ισχύει μια ιδιότυπη κατάτμηση της γης: ορθογώνια οικόπεδα με μεγάλο βάθος (από την παραλία ως την Παλαιά Εθνική) και στενές όψεις- εδώ, οι μονάδες του πλήρους  επαναλαμβάνονται με τάξη κατά μήκος της μεγάλης διάστασης του οικοπέδου, μέσα στο κενό και ενίοτε περιτριγυρίζουν έναν κοινόχρηστο χώρο, συνήθως την πισίνα του συγκροτήματος. Η σχέση των αρμών εμφανίζεται και πάλι, με τα παράλληλα μακρόστενα μονοπάτια -ιδιωτικά ή δημόσια-, που συνδέουν τα αποσπασματικά πλήρη, διαχωρίζουν τις σειρές μεταξύ τους και συνδέουν την παραλία και την Παλαιά Εθνική, τις δύο ραχοκοκαλιές του συστήματος.

Εξαίρεση αποτελεί η πλατεία του Κάτω Πλατανιά, που διαμορφώθηκε όταν ο "μεσόγειος" οικισμός επεκτάθηκε προς την θάλασσα, στο σημείο της ένωσης του κεντρικού δρόμου του χωριού με την παλιά Εθνική οδό- στη συνάντηση των δύο δρόμων. Η Πλατεία είναι ουσιαστικά μια διεύρυνση του δρόμου, μια ημικυκλική καμπύλη που λειτουργεί ως μικρός κόμβος: μια άρθρωση, η οποία, σε αντίθεση με τους αρμούς, επιτρέπει την ελεύθερη οργάνωση κτισμάτων και κινήσεων. Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτός είναι ο μοναδικός αναγνωρισμένος δημόσιος χώρος του Κάτω Πλατανιά- εδώ υπάρχουν τα κοινόχρηστα τηλέφωνα και οι στάσεις των λεωφορείων και των ταξί, αλλά πέρα από αυτά, υπάρχει ελάχιστος χώρος για στάση και ξεκούραση ή για μεγαλύτερες συγκεντρώσεις. Η περιοχή της Πλατείας λειτουργεί ελάχιστα ως δημόσιος χώρος και περισσότερο ως χώρος προσωρινής στάθμευσης. Παρόμοια, η Πλατεία της εκκλησίας στον Άνω Πλατανιά, βρίσκεται στην είσοδο του παλιού οικισμού και είναι επίσης ο χώρος στάθμευσης των επισκεπτών, και όχι ο χώρος συγκέντρωσης και συγχρωτισμού των κατοίκων. Έτσι ο δημόσιος χώρος του Πλατανιά θα πρέπει, μάλλον, να αναζητηθεί αλλού.

 

1.Η δημοσιά

Είναι φανερό ότι και στα δύο τμήματα του οικισμού, οι δομικές μονάδες του χώρου αναφέρονται στον και φέρονται από τον Δρόμο -τον κεντρικό του χωριού και την Παλαιά Εθνική Οδό. Η τελευταία λειτουργεί ως σπονδυλική στήλη όλων των οικιστικών μορφωμάτων της περιοχής, εγκαθιστώντας ένα υποτυπώδες σύστημα οργάνωσης, εύκολο στην επέκταση και τη σύνδεση με άλλα όμοια συστήματα. Η δημοσία οδός ήταν, στο παρελθόν, ο εκτός οικισμού δρόμος που συνέδεε έναν οικισμό με έναν άλλο. Επάνω στη δημοσιά κινούνταν οι ταξιδιώτες, τα εμπορεύματα, τα γράμματα, μεταφέροντας ιδέες και πληροφορίες. Η δημοσιά εξελίχθηκε σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, αλλά και πόλο έλξης χρήσεων, οι οποίες, με τη σειρά τους, μείωσαν την ταχύτητα της κυκλοφορίας αυξάνοντας τα είδη της κίνησης. Η πύκνωση των κινήσεων- και των αναπόφευκτων στάσεων- αποδίδει στο Δρόμο και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού του χωριού, όπου οι άνθρωποι συναντώνται τυχαία και συνομιλούν, όπου οι γηραιές κυρίες κάθονται στις εισόδους των αυλών, ασκώντας έναν άτυπο, αλλά καθόλα αποτελεσματικό, χωρικό και κοινωνικό έλεγχο. Απομακρυνόμενος από τους μορφολογικά καθορισμένους και επίσημα αναγνωρισμένους δημόσιους χώρους (τις πλατείες του Άνω και του Κάτω Πλατανιά), ο Δρόμος αναλαμβάνει το ρόλο του καθημερινού δημόσιου χώρου, διασχίζοντας το τοπίο, φέροντας και φιλοξενώντας κτίσματα, ανθρώπους, σχέσεις και αναπαραστάσεις.

 

2.Το ανοιχτό σύστημα

 

Ως ανοιχτό σύστημα περιγράφεται ένα σύνολο διαντιδρώντων στοιχείων, τα οποία λειτουργούν ως ένα και βρίσκονται σε συνεχή διαντίδραση με το περιβάλλον τους, ανταλλάσσοντας υλικά, πληροφορία, ή ενέργεια, μεταλλάσσοντας τα συστατικά στοιχεία του συστήματος (von Bertalanffy, 1950, 143). Είναι ενδιαφέρον να ανιχνευθούν τα συστατικά του συστήματος του Δρόμου: πέρα από το χώρο μεταξύ των ρυμοτομικών γραμμών, ο Δρόμος συμπεριλαμβάνει την υλική παρουσία και τις λειτουργίες των κτισμάτων εκατέρωθεν του, τους ανθρώπους (κατοίκους, εργαζόμενους, επισκέπτες, διερχόμενους) και τα οχήματα που κινούνται επάνω του, το φυσικό περιβάλλον- ενώ η λειτουργία του Δρόμου επιδρά όχι μόνο στο φυσικό χώρο αλλά και στην πολιτισμική και οικονομική ταυτότητα της ευρύτερης περιοχής της ενδοχώρας. Η θεώρηση του Δρόμου ως ανοιχτό σύστημα βασίζεται στη συνύπαρξη και αδιάκοπη συναλλαγή μεταξύ των στοιχείων του. Ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των στοιχείων δεν είναι παράδοξος, αλλά βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του συνόλου (von Bertalanffy, 1950, 154). Στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού, κάθε υποσύστημα του Δρόμου διεκδικεί το σύνολο για τον εαυτό του- τα καταστήματα καταλαμβάνουν το πεζοδρόμιο, οι πεζοί δυσχεραίνουν την κίνηση των οχημάτων, τα οχήματα σταθμεύουν στον ελάχιστο χώρο κίνησης των πεζών. Η έννοια όμως της ραχοκοκαλιάς, επάνω στην οποία διατάσσονται τα ανταγωνιζόμενα στοιχεία, μπορεί να αποτελέσει ένα πεδίο συνεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, εξασφαλίζοντας την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα, απαραίτητα για την επιβίωση κάθε οργανισμού.

 

[i] Η ανάλυση βασίζεται στον τύπο ανάλυσης που παρουσιάζεται στο Tentokali, V., Dova, E., & Touloumi, O. (2003).

ς που δίνει τις βασικές πληροφορίες για τη νέα χρήση. Σε αυτό το έργο η κάτοψη είναι η τομή.

Σημειωτικές προεκτάσεις

 

Σήμερα, όμως, ο Δρόμος εμφανίζεται ως μια ετερογενής παράταξη τουριστικών και καταναλωτικών χρήσεων, περιστασιακά διακοπτόμενων από τις λίγες κάθετες οδούς και θέες προς την παραλία και την ενδοχώρα. Δεν υπάρχει ενιαία αρχιτεκτονική κλίμακα και κανένας ρυθμός, χωρικός, οπτικός ή αντιληπτικός. Η πολυδιαφημίσμενη σε Έλληνες και ξένους γραφικότητα του Πλατανιά περιλαμβάνει τις ελάχιστες εναπομείνασες παλιές κατοικίες και στάβλους, μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, μινωικά εστιατόρια και κινέζικες παγόδες, αναγεννησιακές όψεις και εξωτικούς κήπους. Κάθε εμπειρία συνοδεύεται και από το αντίστοιχο σύμβολό της, το οποίο προβάλλει επάνω στο Δρόμο: το Eclipse Diner, το China Palace, o Μύλος του Κερατά. Η γλώσσα του Δρόμου συνίσταται από σημεία, από σύμβολα που μεταφέρουν γρήγορα και άμεσα μηνύματα στη διάρκεια της κίνησης πεζών και οχημάτων.

Κι ενώ ο Δρόμος διαλαλεί το διεθνοποιημένο καταναλωτικό ρεπερτόριό του, πίσω από αυτόν αναπτύσσεται μια ιδιότυπη διαφήμιση αυθεντικότητας, ως αντίβαρο στην ισχυρή παρουσία του δρόμου: εδώ βρίσκεται ο «πραγματικός» Πλατανιάς, στους πίσω δρόμους, «μακριά από το άγριο πλήθος». Άλλωστε, η δραστηριότητα του τουρισμού στηρίζεται στην αναγνώριση πόλεων, τοπίων και πολιτισμών ως σύνολα σημείων, στα πλαίσια της αναζήτησης της αυθεντικής ταυτότητας ενός τόπου, η οποία όμως και πάλι πρέπει να αναγνωριστεί, να επιβεβαιωθεί και να σημειωθεί ως τέτοια από τους τουρίστες (Culler, 1989). Κι έτσι, όσο πλησιάζει κανείς τον Άνω Πλατανιά, τόσο υπερβάλλουν τα σημάδια της αυθεντικότητας, η οποία έχει σχέση με την εικόνα ελληνικότητας που οι γηγενείς πιστεύουν ότι οφείλουμε να δίνουμε στους τουρίστες για να ικανοποιούμε τις φαντασιακές προσδοκίες τους. Η απλοϊκή υιοθέτηση παραδοσιακών θεμάτων ή θεμάτων που προβάλονται ως παραδοσιακά από την τουριστική βιομηχανία, και η υπόσχεση μιας αληθινά κρητικής εμπειρίας, τείνουν μεν στο κιτς, αλλά εξίσου απλοϊκή θα ήταν και η απόλυτη απόρριψή του κιτς στα πλαίσια της συμβολιστικής κουλτούρας του τουρισμού· η παροχή αναψυχής δεν μπορεί να αποκλείσει αυτό που είναι αναμενόμενο και ήδη οικείο. Κι εδώ έγκειται το παράδοξο της αυθεντικότητας, καθώς, αφού η αυθεντική εμπειρία σημειωθεί ως τέτοια, τότε μετατρέπεται η ίδια σε σημείο, χάνοντας την αυθεντικότητα του άθικτου, του καθαρού από διαμεσολαβητικούς πολιτισμικούς κώδικες (Culler, 1989). 

 

​Ο μη-τόπος

Η τουριστική έλξη του Δρόμου δεν στηρίζεται στην αυθεντικότητα, αλλά στην πολλαπλότητα των ταυτοτήτων και, συνεπώς, των επιλογών. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να βρεθεί σε διαφορετικούς τόπους στη διάρκεια μιας νύχτας, ή να βρίσκεται κάθε φορά σε διαφορετικό τόπο· σε ένα χώρο με πολλές ταυτότητες, μπορεί κι ο ίδιος να υιοθετήσει κάποια άλλη. Αν νοσταλγήσει την πατρίδα του, μπορεί να βρει ένα κομμάτι της στον Πλατανιά: στο αμερικάνικο diner, στο Scandinavian bar, στην ιταλική πιτσαρία. Τώρα όμως «επιστρέφει» με μια διαφορετική ιδιότητα, αυτήν του τουρίστα, και με σαφώς καθορισμένους στόχους: την κατανάλωση και την αναψυχή. Όπως γράφει ο ανθρωπολόγος M. Augé, «αν ένας τόπος ορίζεται ως σχεσιακός, ιστορικός, ή που αφορά την ταυτότητα, τότε ένας χώρος που δεν μπορεί να οριστεί ως σχεσιακός, ιστορικός ή που αφορά την ταυτότητα, θα είναι ένας μη-τόπος» (Augé, 1995, 77, 78). Ως μη-τόπος, ο παραλιακός Δρόμος του Πλατανιά δεν επιμένει στην επίφαση της γνησιότητας ή την αναζήτηση της καθαρής ταυτότητας, αλλά επιτρέπει την αόριστη και συνεχή εναλλαγή και διαδοχή των ρόλων και την ένοχη απόλαυση της τουριστικής ραστώνης.

 

Το δίκτυο αναψυχής

Το γραμμικό εκτεταμένο πεδίο του δρόμου γεμάτο με χρήσεις κατανάλωσης, θεάματος και διασκέδασης είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα του σύντομου περάσματος από την εκδήλωση της επιθυμίας στην ικανοποίηση της (όπως γίνεται αντιληπτή με καταναλωτικούς όρους η αναψυχή σήμερα). Οι δραστηριότητες που προσφέρονται κατά μήκος του δρόμου, αρθρώνονται στη ραχοκοκαλιά του δρόμου σε διαφορετικές κλίμακες κι εντάσεις, διαμορφώνοντας πολλαπλές δυναμικές συνδέσεις και διαφορετικά εναλλασσόμενα σενάρια αναψυχής. Η έννοια του τοπικού στη ζώνη(λωρίδα)(strip) δεν ορίζεται πλέον ως ένα σταθερό και ορισμένο πλαίσιο με μορφολογικές αναφορές, συγκεκριμένα όρια και κέντρο αλλά περισσότερο ως μια ανολοκλήρωτη ροϊκή κατάσταση που παρέχει σχέσεις και συνεχώς επαναδιαμορφώνεται από νέους δεσμούς και συνδέσεις των σχέσεων αυτών. Η ποικιλία των πιθανών καθημερινών σεναρίων απλώνεται στις δύο πλευρές ενός δημόσιου χώρου, σε «αρχιτεκτονημένα» κελύφη τολμηρής επικοινωνίας παρά διακριτικής έκφρασης (Venturi et al, 1977, 8-9) που την ίδια στιγμή παραβλέπονται και υποτιμούνται από την επίσημη καθεστηκυία αρχιτεκτονική κουλτούρα.

 

Η εισήγηση επανεξετάζει τις χωρικές ποιότητες του δρόμου, αναζητώντας το αρχιτεκτονικό του δυναμικό μέσα στην απείθαρχη αστική περιφέρεια· η αυθόρμητη αναρχία βάση της οποίας αναπτύχθηκε η ζώνη/λωρίδα(strip) αναδεικνύει μια νέα θεώρηση δημόσιου χώρου που δεν βασίζεται στην τάξη και την διευθέτηση μόνιμων ή εφήμερων  αντικειμένων και ορίων, αλλά την ανάπτυξη πεδίων με δυνατότητες. Η άρνηση κάθε παγιωμένου σχεδιασμού οριστικών μορφών και σχηματισμών οδηγεί σε στρατηγικές ανάπτυξης και διαχείρισης των  δικτύων και των υποδομών έτσι ώστε η οργάνωση του πεδίου/δρόμου να είναι γεμάτη δυνατότητες.  Η πρόθεση  μιας τέτοιας προσέγγισης δεν έγκειται στο σχεδιασμό εκ νέου αλλά στην διαρκή ανάπτυξη/ανακατασκευή/επαναπροσδιορισμό των υφιστάμενων καταστάσεων.

 

Επομένως, κάθε αρχιτεκτονική πρόταση στον Πλατανιά, χρειάζεται να λάβει υπόψη τις δυνάμεις και τις αρχές ενός ήδη διαμορφωμένου τοπίου. Κάθε ολοκληρωτική σχεδιαστική πρόθεση στα πλαίσια ενός μοντέρνου παραδείγματος  όπως αυτό της πρότασης  του le Corbusier για τις όχθες του Παρισιού, θα ήταν ασύμβατη με την σύγχρονη έννοια του μη - τόπου όπως αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στο παράδειγμα του δρόμου. Συγχρόνως, αναγνωρίζοντας τη σημασία της  αρχιτεκτονικής πέρα από το σημείο, που εστιάζει ο Venturi, στην ανάπτυξη χωρικής δομής και οικονομικής προοπτικής, η ανάπτυξη δικτύων που θα πλαισιώνουν και θα ενορχηστρώνουν την ετερογένεια και την κινητικότητα στον Πλατανιά παρατείνουν κι ενισχύουν την βιωσιμότητα του ως τουριστικό θέρετρο.

 

Ενα από τα δίκτυα προς επαναπροσδιορισμό/ανάπτυξη στο παράδειγμα του δρόμου είναι η κυκλοφορία. Δημιουργώντας υποδομές για εναλλακτικές καταστάσεις κινητικότητας (π.χ.ποδήλατο) όπως και ενδυναμώνοντας την κίνηση των πεζών σε σχέση με την κίνηση των οχημάτων αλλάζει η ισσοροπία της κυκλοφορίας κι ενισχύεται η δυναμική της ζώνης και η προσβασιμότητα σε αυτήν. Η περαιτέρω ανάπτυξη των δικτύων κίνησης με τη σύνδεση του δρόμου με την ακτογραμμή αλλά και την ενδοχώρα, στα ίχνη ήδη υπάρχοντων αγροτικών δρόμων και μονοπατιών, ενισχύει ακόμα περισσότερο την προσβασιμότητα, αναπτύσσει μια νέα θεώρηση «οικολογίας», συνδέεται με την ιστορία του οικισμού και τελικά  ορίζει τον δρόμο πέρα από ένα κέντρο σ’ ένα ενεργό όριο. Ενα ενεργό πεδίο – όριο που δίνει δυνατότητες για σύνδεση με την φύση, για την ανάπτυξη πολλών και διαφορετικής κλίμακας δραστηριοτήτων και καταγράφει την πολυπλοκότητα της σύνδεσης του τοπικού(οικισμός) με το παγκόσμιο (τουρισμός).

 

Συνοψίζοντας, η διάρρηξη του παραδοσιακού δεσμού μεταξύ τόπου και δραστηριότητας  όπως διαπιστώθηκε στο παράδειγμα της ζώνης/λωρίδας (strip) κατά μήκος του νέου οικισμού του  Πλατανιά ορίζει ένα νέο, αυτόνομο κι αυτοδημιούργητο δημόσιο χώρο που ενεργεί ως ενδιάμεσος τόπος μεταξύ της ακτογραμμής και των λόφων, μεταξύ της πόλης και της φύσης, μεταξύ των εποχών και τελικά μεταξύ της κοινότητας ενός οικισμού κι ενός τουριστικού θέρετρου.

 

Βασική βιβλιογραφία:

Augé, M. (1995). Non-Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity (trans. by Howe, John). London: Verso.

 

von Bertalanffy, L. (1950). An Outline of General System Theory. Στο The British Journal for the Philosophy of Science, vol. 1, no.2 (Aug.), σσ. 134-165.

 

Culler, J.D. (1989). The Semiotics of Tourism. Στο Culler, J.D. Framing The Sign: Criticism and its Institutions. Oxford: Blackwell.

 

Tentokali, V., Dova, E., & Touloumi, O. (2003). Reading the periphery: a story untold. Στο Crewe, K. (Επιμ.), GenderBound?: Representations of Difference in Environmental Design (σσ. 37-39).  Tempe, Arizona: Herberger Center for Design Excellence and College of Architecture and Environmental Design, Arizona State University.

Venturi, R., Scott Brown, D., & Izenour, S. (1977). Learning from Las Vegas: The Forgotten Symbolism of Architectural Form (18th printing, 2001). Cambridge, MA: The MIT Press.

bottom of page